- συνεκτικοῦ
- συνεκτικόςfit for holding togethermasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμητρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή του παραμήτριου συνεκτικού ιστού, συνεχόμενου με τη μήτρα. Οφείλεται, γενικά σε σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους ή κολοβάκιλους που εισβάλλουν στο παραμήτριο από τον τράχηλο της μήτρας (κατά τις εκτρώσεις, ειδικά αυτές που… … Dictionary of Greek
σπληνοκίρρωση — η, Ν ιατρ. ανάπτυξη συνεκτικού ιστού μέσα στη σπλήνα, σκλήρυνση τής σπλήνας … Dictionary of Greek
συνεκτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού συνεκτικού 2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό 3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα τής δράσης εσωτερικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης,… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
γαλβανοπλαστική — Το σύνολο των μεθόδων με τις οποίες επιδιώκεται η μόνιμη εναπόθεση ενός συνεκτικού στρώματος μετάλλου πάνω σε ένα άλλο μέταλλο με τη χρήση ηλεκτρόλυσης. Ονομάζεται επίσης γαλβανοστεγίαγαλβανική επιμετάλλευση και έχει τις εξής εφαρμογές:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek